κάψιμο

κάψιμο
το
1. η καύση, η αποτέφρωση, η απανθράκωση
2. το οδυνηρό αίσθημα που δοκιμάζει κάποιος από την επαφή γυμνού μέρους τού σώματός του με τη φωτιά ή με καυστική ουσία
3. το σημάδι από έγκαυμα («ακόμη φαίνεται το κάψιμο τού χεριού»)
4. το δυσάρεστο αίσθημα γεύσης που προκαλείται από δριμεία ουσία («ένιωσε κάψιμο στη γλώσσα από το πιπέρι»)
5. η φλόγωση τού στομάχου που προκαλείται από δριμεία ουσία, η καΐλα
6. η φλόγωση τής στοματικής κοιλότητας από δριμεία ουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καψ- (πρβλ. έ-καψ-α αόρ. τού καίω) + κατάλ. -ιμο (πρβλ. θάψ-ιμο, κλάψ-ιμο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κάψιμο — το 1. καύση: Παρακολουθήσαμε το κάψιμο του καρνάβαλου. 2. το αίσθημα που δοκιμάζει κανείς, όταν έρθει σε επαφή με φωτιά: Ένιωσα κάψιμο στο χέρι, όταν ακούμπησα στη σόμπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… …   Dictionary of Greek

  • επίκαυμα — το (Α ἐπίκαυμα) [επικαίω] επιφανειακό κάψιμο, φλύκταινα ή επιφανειακή πληγή από κάψιμο νεοελλ. (μεταλργ.) η καταστροφή τών ιδιοτήτων ενός μετάλλου με τη χρησιμοποίηση υψηλής θερμοκρασίας αρχ. πληγή πάνω στον κερατοειδή τού ματιού …   Dictionary of Greek

  • επίκαυση — η (Α ἐπίκαυσις) [επικαίω] το επιφανειακό κάψιμο, η επιπόλαιη καύση τής επιφάνειας ενός πράγματος, καψάλισμα, τσουρούφλισμα νεοελλ. 1. ναυτ. το επιπόλαιο κάψιμο τής γάστρας τού πλοίου, δηλ. τών ξύλινων μερών που βρίσκονται κάτω από την ίσαλη… …   Dictionary of Greek

  • καμάδα — η (Μ καμάδα) τα σημάδια που αφήνει το κάψιμο στο δέρμα, έγκαυμα, κάψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμα + άδα (Ι)*] …   Dictionary of Greek

  • καψάλισμα — το [καψαλίζω] 1. το ελαφρό κάψιμο τής επιφάνειας ενός αντικειμένου, το τσουρούφλισμα («καψάλισμα ψωμιού») 2. (υφαντ.) μέθοδος επεξεργασίας υφασμάτων κατά την οποία αυτά περνούν πάνω από φλόγα αερίου με σκοπό το κάψιμο τών ινών που εξέχουν στην… …   Dictionary of Greek

  • καψιματιά — η έγκαυμα, κάψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψιμο, ίματος + κατάλ. ία (πρβλ. ξυσιματ ιά, σχισιματ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • καύμα — και κάμα (ΑΜ καῡμα, ατος) [καίω] 1. υπερβολική ζέστη λόγω μεγάλης θερμότητας τού ηλίου, καύσωνας (α. «στο κάμα το μεσημερνό αχνίζουν τα χαλίκια», Γρυπ. β. «κυνικά καύματα» γ. «πρὶν ἄν τὸ καῡμα παρέλθῃ», Πλάτ.) 2. έγκαυμα μσν. θυσία μσν. αρχ. μτφ …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… …   Dictionary of Greek

  • Μάρτιος — Ο τρίτος μήνας του έτους, με 31 ημέρες, στο Ιουλιανό και αργότερα στο Γρηγοριανό ημερολόγιο. Στο ρωμαϊκό ημερολόγιο ο Μ. αποτελούσε τον πρώτο μήνα του έτους και ήταν αφιερωμένος στον θεό Άρη, από το λατινικό όνομα του οποίου (Mars) απέκτησε ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”